- νεανθής
- νε-ανθής, ές,A new-blown, Nic.Al.609;
αἶνος IG3.716.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἶνος IG3.716.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεανθής — new blown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεάνθης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανθής — (240 – 190 π.Χ.). Έλληνας ιστορικός από την Κύζικο. Πολλές από τις ιστορικές πληροφορίες του τις απέδειξε λαθεμένες ο Πολέμων, με το έργο του Προς Νεάνθην αντιγραφαί. Αναφέρονται τα συγγράμματα του Ελληνικά ή Ελληνικαί Ιστορίαι, που πραγματεύεται … Dictionary of Greek
νεανθέα — νεανθής new blown neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεανθής new blown masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεάνθη — Νεάνθης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεάνθην — Νεάνθης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НЕАНФ — • Neanthes, Νεάνθης, из Кизика, ритор и историк времен Аттала I, ученик Филиска Милетского, автор многочисленных, ценных и часто упоминаемых древними сочинений исторического содержания, напр., Έλληνικά (6 книг), περί ε̉νδόξων α̉νδρω̃ν … Реальный словарь классических древностей
Neanthes of Cyzicus — Neanthes (Greek: Νεάνθης) is apparently the name of two writers whose works have largely been lost. The elder Neanthes of Cyzicus was a disciple of Philiscus of Miletus ( who is reasonably certain to have died before 300 BC [1]), who himself had… … Wikipedia
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
συνομόλογος — ον, Α αυτός που επίσης ομολογεί κάτι («συνομόλογος τοιασδε δόξης και ό Κυζικηνός Νεάνθης», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμόλογος «σύμφωνος, αντίστοιχος»] … Dictionary of Greek